Ο Γιώργος Αρβανιτίδης, βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης και Αρμόδιος Τομεάρχης Ενέργειας και Περιβάλλοντος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, μίλησε επί της αρχής, ως ειδικός αγορητής, στην Επιτροπή Οικονομικών για το Σχέδιο Νόμου σχετικά με τις ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και άλλων διατάξεων αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών.
Ακολουθούν τα σημαντικότερα σημεία της τοποθέτησης του κ. Αρβανιτίδη
Η Κυβέρνηση με το παρόν Νομοσχέδιο υπόσχεται ότι θα ρυθμίσει οριστικά το μείζον ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και θα υπάρξει αποκατάσταση προσώπων που διατηρούν στα ακίνητα αυτά την κατοικία τους ή τον τόπο άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Η πίεση για την ολοκλήρωση της Κτηματογράφησης σε όλη την επικράτεια, έχει ως αποτέλεσμα να «σκάνε» χιλιάδες ακόμα ακίνητα, μήνα με τον μήνα, τα οποία το Δημόσιο επικαλείται ότι του ανήκουν. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδα. Ήδη τα ακίνητα αυτά φημολογείται ότι ανέρχονται στα 70.000 και ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς.
Το ΠΑΣΟΚ, 20 χρόνια πριν, με τον ιστορικό νόμο 3127/2003 επιχείρησε μια σημαντική τομή. Ήταν η πρώτη παράταξη που προσέγγισε το πρόβλημα αυτό, από την σκοπιά του πολίτη και κλήθηκε, ενόψει των πρώτων βημάτων του Ελληνικού Κτηματολογίου, να πρωτοπορήσει και να ανατρέψει μια αντίληψη του Κράτους, που κρατούσε τουλάχιστον από το 1938. Με αυστηρές, αλλά δίκαιες προϋποθέσεις αναγνώρισε υπέρ των πολιτών το δικαίωμα χρησικτησίας σε αστικά ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ απόκλιση ενός παγιωμένου έως τότε κανόνα, αλλά ο νόμος αυτός είχε και αδυναμίες και δεν μπόρεσε να λύσει το ζήτημα δια παντός.
Μετέπειτα το ΠΑΣΟΚ καθιέρωσε το 2011 το Μητρώο Ακινήτων του Δημοσίου, ένα συνεχώς επικαιροποιούμενο γεωγραφικό και περιγραφικό μητρώο, στο οποίο διασυνδέονται οι βάσεις δεδομένων της δημόσιας περιουσίας όλων των Υπουργείων, καταγράφοντας όλη την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Και σε συνδυασμό με το πληροφοριακό σύστημα «Ψηφιακές Υπηρεσίες Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων», που επίσης είναι έργο ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε σήμερα να υπάρχει μια πλήρης καταγραφή των δεδομένων.
Αντιθέτως, η Κυβέρνηση δεν αναφέρει ούτε έναν αριθμό κατά προσέγγιση στις συνοδευτικές εκθέσεις του Νομοσχεδίου. Είναι πολύ κρίσιμο το Υπουργείο Οικονομικών να μας χορηγήσει μια εκτίμηση για την έκταση και το ύψος της αντικειμενικής αξίας της περιουσίας που αφορούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις. Να αντιληφθούμε ποιο θα είναι το προσδοκώμενο δημοσιονομικό όφελος από την εν λόγω ρύθμιση. Η Κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να κρύβει τα σχετικά στοιχεία.
Θα έπρεπε να ξέρετε αυτά τα δεδομένα και να μας τα παρουσιάσετε. Όλα τα εργαλεία και τα μητρώα τα είχαμε ετοιμάσει στην εποχή της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ, μια δεκαετία και πίσω.
Και σήμερα, την εποχή της υποτιθέμενης….. «ψηφιακής επανάστασης» της Κυβέρνησης της ΝΔ έρχεται ο κ. Σταϊκούρας να μας δηλώσει άγνοια για το ύψος των καταπατημένων. Άλλο ένα μπράβο στην κυβέρνηση των αρίστων!
Είναι άκρως προβληματική η εξαίρεση όσων ακινήτων έχουν περιέλθει στην κυριότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.) και έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταγραφής ή καταχώρισης στα κατά τόπους αρμόδια υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία.
Δυστυχώς χάρη στις αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά χάρη στη απίστευτη στοργή της Νέας Δημοκρατίας στο Υπερταμείο, που κάποτε καταψήφιζε μαζί μας, οι πιστωτές μας «δέσανε τα χέρια».
Θα έπρεπε η διαδικασία της εξαγοράς ορισμένων τέτοιων καταπατημένων ακινήτων, να ενταχθεί εντός της διαδικασίας που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Υπάρχουν βέβαια καθυστερήσεις στο πρόγραμμα κατάρτισης των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων, το οποίο θα πρέπει να καλύψει όλες τις περιοχές της χώρας τα επόμενα χρόνια, αλλά μόνο έτσι θα αποφύγουμε νέες γενιές αυθαιρέτων.
Το παρόν νομοσχέδιο έχει στις διατυπώσεις του σημαντικές αγκυλώσεις και νομοτεχνικές αστοχίες, που περιορίζουν κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής του.
Η έννοια της κατοχής και οι λέξεις «διάνοια κυρίου» χρειάζεται να τροποποιηθούν γιατί θα δημιουργήσουν πρακτικά και νομικά προβλήματα στο μέλλον.
Υπάρχουν ζητήματα με γηγενείς κατοίκους στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης όπου συντελείται μία κατάφορη αδικία σε βάρος των γηγενών κατοίκων. Οι άνθρωποι αυτοί δεν υπήρξαν ποτέ καταπατητές. Συγκεκριμένα, κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1912, οι πρόγονοί τους ήταν εγκαταστημένοι από χρόνια, στα οικόπεδα όπου βρίσκονται αυτοί σήμερα. Δυστυχώς εδώ και 100 χρόνια τους κατατρέχει η κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους, καθώς από το 1923 προέκυψαν προβλήματα ερμηνείας της Συνθήκης της Λοζάνης. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αντίστοιχη ανταλλαγή των περιουσιών, τα οικόπεδά τους χαρακτηρίσθηκαν και απογράφηκαν ως ανταλλάξιμα και οι κάτοχοί τους ως καταπατητές.
Αποκαταστάθηκαν δηλαδή (ορθώς) οι τότε πρόσφυγες, ενώ μείνανε σε εκκρεμότητα οι γηγενείς, ως να μην υπήρξαν ποτέ και πουθενά. Το ΠΑΣΟΚ έκανε προσπάθειες για την επίλυση του ζητήματος με τους Νόμους 1644/1986 και 3147/2003. Οι νόμοι αυτοί δικαίωσαν τους γηγενείς κατοίκους, δίνοντάς τους την δυνατότητα να αποκτήσουν τίτλους, πλέον, για την γη στην οποία ζούσαν. Στην συνέχεια όμως η Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου είχε διαφορετική άποψη για το θέμα καλώντας τους γηγενείς κατοίκους να πληρώσουν αποζημιώσεις χρήσης γης, για αυτά τα ακίνητα.
Τα ανταλλάξιμα ακίνητα «στοιχειώνουν» τους πολίτες όλων των προσφυγικών συνοικισμών στα πέριξ της Θεσσαλονίκης στο Ωραιόκαστρο, στην Καλαμαριά στο Ρετζίκι και στο Ασβεστοχώρι. Είναι ευκαιρία τώρα να υπάρξει το ξεκαθάρισμα αυτής της υπόθεσης.
Σχετικά με την απαλλαγή ορισμένων περιοχών από τον ΕΝΦΙΑ, προτείνουμε να εντάξετε στις ρυθμίσεις απαλλαγής ΕΝΦΙΑ και τις περιοχές της πυρόπληκτης Αρκαδίας και ειδικότερα τα ακίνητα των πληγέντων στα χωριά του Δήμου Γορτυνίας. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί τους αγνοείτε και προχωράτε σε αυτή την αδικία, ελπίζω να κάνετε δεκτό το αίτημά μας.
Πρέπει να δούμε όλες τις δικλείδες ασφαλείας που θα καταστήσουν το παρόν Νομοσχέδιο πλήρως λειτουργικό, τόσο για τους πολίτες ενδιαφερόμενους, ώστε να μην αφήσει απέξω άδικα πολλούς από αυτούς, όσο και για το περιβάλλον και την ισορροπημένη βιώσιμη ανάπτυξη του κέντρου και της περιφέρειας, όσο ασφαλώς και για τη διασφάλιση του καλώς νοούμενου δημοσίου συμφέροντος.
Οφείλουμε ενόψει αυτής της σημαντικής ιστορικής συγκυρίας να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να μην νομοθετούμε για να νομοθετούμε…..πρόχειρα και προεκλογικά. Αλλά να νομοθετήσουμε για να επιτευχθούν σε πολλές περιπτώσεις τα αυτονόητα και για να ρυθμιστεί μία και καλή το εν λόγω ζήτημα και να βρούμε θαρραλέες λύσεις, τεχνοκρατικά ορθές.